“Ένας ηλίθιος και μία Ανεμώνα”:
Κάπου ψηλά στον ουρανό καίνε τ’ άστρα. Ο καλός Θεός έπιασε και στόλισε τον ουρανό του μ’ ένα μωσαϊκό από φωτεινά σώματα. Εγώ παγώνω στη γη. Έχω κι ένα παλτό και το παλτό μου έχει μια παλιά ιστορία που την διηγούνται τα μπαλώματα και οι φαγωμένοι αγκώνες του.
Στέκομαι μπροστά σε μια βιτρίνα και χαζεύω την κούκλα της, ντυμένη μ’ ένα ολοκαίνουργιο λαχταριστό κοστούμι που γράφει απάνω την τιμή: Δραχμαί 1650. Συλλογίζομαι την αδικία να ντύνουν τις κούκλες με καινούργια κοστούμια και ν’ αφήνουν τους ανθρώπους να περιφέρονται με παλιά. Με χίλιες εξακόσιες πενήντα δραχμές θα ήμουν ένας κομψός κύριος. Τώρα είμαι ένας νηστικός που γευμάτισε το μεσημέρι μ’ ένα σάντουϊτς του δρόμου, από κείνα που το σαλάμι τους μυρίζει σαν στρατιωτική αρβύλα κι έχει στην τσέπη του δύο από τα δέκα τσιγάρα χύμα που αγόρασε το πρωί. Δίπλα σ’ αυτά τα τσιγάρα υπάρχει και το κλειδί της κάμαράς μου, πιο μεγάλο κι από ένα κλειδί μεσαιωνικής καστρόπορτας. Θα το μεταχειριστώ μόλις πάρει ο ύπνος την σπιτονοικοκυρά μου. […] (Από την έκδοση)

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Κατηγορίες
Κατηγορίες