Ο αέρας ξεσήκωνε το βρώμικο ξερό χιόνι. Στην αυλή μέσα, όπου ένα σωρό άχυρα και φλούδες καναβουριού κυλιόντανε χάμω, ήταν ένας κοιλαράς με πρισμένα μούτρα και φορούσε μια τσίτινη τατάρικια μπλούζα που του ‘πεφτε ίσαμε τις πατούσες. Στα ξεκάλτσωτα πόδια του φορούσε ένα ζευγάρι ψηλές λαστιχένιες γαλότσες. Με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά του στριφογυρνούσε τα δάχτυλά του και κοιτάζοντάς με με τα μικρά του τα μάτια που το ένα ήτανε πράσινο και τ’ άλλο γκρίζο, μου είπε με τσιριχτή φωνή σα σκουριασμένη:
– Στρίβε, στρίβε, δεν έχει δουλειά-χειμώνας καιρός…
Το σπανό του μούτρο το τροπακιασμένο, φούσκωσε σαν από περιφρόνηση και πάνω στο λιγνό του αχείλι τρεμουλιάσανε οι λιγοστές ασπρουλιάρικες τρίχες. Κρέμασε το κάτω χείλι, και φάνηκε μια σειρά μικρά σφιχτοδεμένα δόντια. Ο αγριεμένος χινοπωριάτικος αέρας φυσούσε σα λυσασμένος πάνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, σουρομάλλιζε τις κάμποσες τρίχες του κεφαλιού του κι ανασήκωνε τη μπλούζα του ίσαμε τα γόνατα. Επειδή δεν φορούσε πανταλόνι, φαινότανε οι γυμνές χοντρές του γάμπες ίσες σα μπουκάλες και γιομάτες ένα κιτρινιάρικο χνούδι.
Το άτομο αυτό κίνησε φοβερά το ενδιαφέρο μου γιατί ήτανε σιχαμερό και γιατί μια αναλαμπή θράσους γυάλιζε μέσα στο πράσινό του μάτι. Δεν ήμουνα καθόλου βιαστικός, ήθελα να πιάσω κουβέντα μαζί του και τόνε ρώτησα:
– Είσαι ο φύλακας, ε;
– Άιντε φεύγα, δε σε νοιάζει εσένα.
– Θα κρυώσεις, φίλε μου, αν δεν βάλεις βρακί.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Κατηγορίες
Κατηγορίες