Το έργο του Παπαδιαμάντη έδειξε πως αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου. Είναι σαν το κρασί, που όσο πιο πολύ παλιώνει, τόσο δυνατότερο γίνεται. Και σήμερα, που η γλώσσα γνωρίζει τόσους πολέμους και τόσες περιπέτειες, το έργο του κυρ – Αλέξανδρου, έτσι όπως είναι γραμμένο, γοητεύει, σαγηνεύει, ικανοποιεί, χορταίνει και ποτίζει τους πεινασμένους και διψασμένους για πραγματική λογοτεχνία, γιατί έχει ουσία μέσα του έχει ψυχή ο κυρ – Αλέξανδρος, που συνομιλεί και ζει και με την Ελλάδα και με την Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και η ακαθόριστη γοητεία της τέχνης του είναι κάτι το άπιαστο, μα το τόσο βέβαιο, τόσο φανερό, όσο ίσως η Πούλια η δεκαεξάχρονη, που λαμπρύνει με την ομορφιά της εν’ από τα καλύτερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, “Τ’ αστεράκι”. Είν’ ένα άλλο “Όνειρο στο κύμα”, όπου η ποιητική ατμόσφαιρα ενώνει το όνειρο με την πραγματικότητα, πράγμα που μόνο η μεγάλη τέχνη μπορεί να δημιουργήσει: “Καθημερινή μέθη δι’ εμέ είναι να κάθομαι το δειλινόν, επί ώρας, έως την δύσιν του ηλίου και την πρώτην αμφιλύκην, έξω από το μικρόν καπηλείον, εις την εσχατιάν του χωρίου, εις την σκιάν και την δρόσον των δύο πελωρίων βριθυφύλλων μορεών, οπόθεν βλέπω όλους τους διαβάτας, χωρίς να κοιτάζω κανένα, ή να προμνηστεύω την καλησπέραν κανενός, και θεωρώ μόνον το μικρόν ανώγειον καλύβι, όπου βλέπω ως δύο σμαραγδίνας φλόγας να λάμπουν, και δύο σειράς μαργαριτών να μειδιούν, και δύο χρυσαυγείς πλοκάμους να κυμαίνωνται, ως μετάφρενα περιστεράς κατά τον Ψαλμωδόν… Εκρύβη ο ήλιος εις την Πευκόρραχην αντικρύ, στο βουνόν, εμούχρωσεν, εσουρούπωσεν, άρχισε να σκοτεινιάζει. Τότε, δια του ανοικτού παραθύρου είδα εν άστρον να λάμπει εις το εσωτερικόν της μικράς οικίας. Ήτο άστρον πραγματικόν, δεν διέφερεν από τ’ άλλα άστρα, τα οποία αρτίως είχον αρχίσει να διασπείρωνται ανά το στερέωμα. Έλαμπεν υψηλά προς την οροφήν, υπό τας καπνισμένας δοκούς του μελάθρου. Τι ήτον; Ίσως το κανδήλι, το καίον εμπρός εις τα εικονίσματα της οικίας. Αλλά δεν ήτο κανδήλι, διότι το άστρον εφαίνετο πολύ υψηλά εις τον όροφον, κι εκτός τούτου ήτο προς το δυτικόν μέρος, ενώ τα εικονοστάσια, ως γνωστόν, τίθενται προς το ανατολικόν μέρος, ή μικρόν παρεκκλίνουν είτε προς βορράν είτε προς νότον, πάσης Ελληνικής ορθοδόξου οικίας. Έπειτα, δια να είναι κανδήλι, κάποιος θα το είχεν ανάψει προ μικρού, και βεβαίως θα έβλεπα εις την σκιάν το εύκαμπτον, ως βλαστόν μυρσίνης, ανάστημα της Πούλιας, ίσως θα ήκουα και τον λυγμόν της τροχαλίας, τον μικρόν λείον κρότον, τον οποίον κάμνει προστριβόμενον το σχοινίον, δι’ ου αναβιβάζεται το κανδήλι προς τας ιεράς εικόνας. Θα υπέθετε πας πραγματιστής και θετικός άνθρωπος, ότι δια τινος οπής εις την στέγην του μικρού μελάθρου έφεγγε μικρά τις γωνία ουρανού, την ώραν της δύσεως προ της αμφιλύκης, κι εσχηματίζετο το αστεράκι εκείνο, το οποίον εφαίνετο κρεμάμενον εις τον όροφον της οικίας. Διότι ο μάστρο – Κυριάκος έφτιανε ή εξανάσυρνε τα σπίτια των άλλων, και ίσως δεν ηυκαίρει να επισκευάση το ιδικόν του. Πλην δεν μου ήρεσκεν εμέ να εκφράσω τοιαύτην υποψίαν ή να διατυπώσω τοιούτον συμπέρασμα…”. Απ’ αυτό το κομμάτι φαίνεται, πως ο Παπαδιαμάντης, πέρ’ από το καυτηρίασμα της ανθρώπινης ασχήμιας, που μας δίνει στο δραματικώτατό του “Ο πολιτισμός εις το χωρίον”, ή την τέλεια και επική μεγαλοπρέπεια, που μας δίνει στους “Χαλασοχώρηδες”, ανοίγει παράθυρα πολύ ποιητικά, προς τον ουρανό – από κάθε δυνατή οπτική γωνία της ζωής, όχι μικρόπνοης και κουτσουρεμένης, μα μεγαλόπνοης, ζωντανής, ολόκληρης, με γερές ρίζες και πολύφυλλα κλωνάρια, όπου οι ήρωες τραγουδούν ή ψάλλουν, με ωραιότατον ελληνικό τρόπο σε γλυκύτατον ήχο, τα “τραγούδια του Θεού

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Κατηγορίες
Κατηγορίες