Ραιδεστός, 1905. Ένας αέρας δυνατός φυσάει στα παράλια της Προποντίδας. Στο λιμάνι, ένα πλήθος ανθρώπων – ψαράδες, ασκέρια ταξιδιωτών, χαμάληδες, χανούμισσες κρυμμένες πίσω από φερετζέδες – πηγαινοέρχεται βιαστικά παρασυρμένο από τη δίνη της καινούργιας μέρας. Στα καφενεία, η μυρωδιά του καλοκαβουρδισμένου καφέ ανακατεύεται με τον ήχο του μαντολίνου και τις δυνατές κουβέντες. Στο χαμάμ της πόλης οι αισθήσεις ξεδιπλώνονται σε μια γλυκιά αποχαύνωση [. . .] Αρμένιοι, Τούρκοι και Έλληνες αφήνουν τα σημάδια τους σ’ αυτήν τη γη που τους τυλίγει με τη γενναιοδωρία της, ανύποπτοι για τις αναταραχές που λαμβάνουν χώρα πέρα από το Βόσπορο ως τα βάθη της Ανατολής. Όταν ο χρόνος και ο πόλεμος θα σπείρουν και εκεί τους καρπούς της καταστροφής, η ευκατάστατη οικογένεια Χαϊγκαμπασιάν – η χήρα Οβσάνα με τα παιδιά της – θα παλέψουν για τη ζωή που κάποτε τους ανήκε.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

ISBN

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κατηγορίες
Κατηγορίες