Την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου στη Μακρόνησο κατοικεί η ωμή βία, ο τρόμος, η απελπισία. Στον αριθμό Μηδέν της οδού Αβύσσου δε μένουν όμως μόνο “δήμιοι” και θύματα σ’ αυτή την κοινωνία της παράνοιας ανήκει και ο ασυμβίβαστος ιδεολόγος, ο μικροαπατεώνας, ο περιθωριακός που κάνει τον βασανιστή, αλλά και ο ψευτοδιανοούμενος “ανανήψας” που απαγγέλλει παθιασμένα ποίηση στους παλιούς συντρόφους του…

“Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μες στα μάτια των τρελών της. Μόνο τ’ αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν στην αρχή ν’ αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ’ τις φωνές… Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόμειναν μόνο οι σκύλοι -με το προφητικό τους ένστικτο- να σκορπούν απ’ τους καρβουνοσωρούς τις οιμωγές τους, σα μαύρους χρησμούς που έβγαιναν απ’ τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου”.

“Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου.
Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθμός 1.
Δε χρειάζεται να χτυπήσεις.
Η πόρτα ανοιχτή. Μπορείς να μπεις.
Μ’ αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα
φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα.
Περάστε, αδέρφια. Το σπίτι του όλους μας χωράει.
Εδώ μένει ένας άνθρωπος που καίγεται απ’ τον ήλιο
της καρδιάς του και φωτίζει.”

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Κατηγορίες
Κατηγορίες