Είδε τους γενίτσαρους να σέρνουν αιματοβαμμένο τον πατέρα του κι έκανε να χυμήξει απάνω τους. Αλλά δυο γερά χέρια τον κράτησαν, τον τράβηξαν πέρα. Ήταν ο δάσκαλός του, ο πάτερ Βενιαμίν, που τον αγαπούσε σα δικό του παιδί και τον εκτιμούσε, όχι μόνο γιατί ήταν πρώτος στα γράμματα, αλλά και γιατί ξεπερνούσε όλους τους άλλους στη σεμνότητα, στην εξυπνάδα, στη χριστιανική αρετή, στα πάντα.
Ούτε κατάλαβε ο μικρός Νίκος Χατζηδήμος πως βρέθηκε μέσα σ’ ένα ψαριανό πλεούμενο αντάμα με πολλούς άλλους συμπατριώτες του. Ξύπνησε από το βαρύ λήθαργο που είχε πέσει μόλις η αρματωμένη σακκολέβα σαλπάρησε από το λιμανάκι των Μοσχονησιών. Ήτανε νύχτα βαθιά. Αντικρινά φωτιές μεγάλες, είχαν ανάψει. Το Αϊβαλί με τις όμορφες εκκλησιές, τα περήφανα σπίτια και τα δροσερά περβόλια, οι “φημισμένες Κυδωνίες με την ένδοξη ιστορία”, όπως συνήθιζε να λέει ο πάτερ Βενιαμίν, χανόντανε, γινόντανε στάχτη.
Τα μοιρολόγια των δυστυχισμένων γυναικών που ξεσπιτώθηκαν, ορφάνεψαν, ρημάχτηκαν, σπαράζανε την καρδιά του αγοριού, κάνανε πιο βαθύ τον πόνο του για τον αναπάντεχο χαμό του πολυαγαπημένου γονιού, κι οι κατάρες των γερόντων δυνάμωναν το μίσος που έβραζε μέσα του. Απόμεινε βουβό, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια βουρκωμένα.
Ξαφνικά τινάχτηκε απάνου, έριξε μια άγρια ματιά κατά τη μεριά που υψώνονταν θεόρατες οι πύρινες γλώσσες κι οι καπνοί θολώνανε τον ουρανό κι έκρυβαν το λιγνό φεγγάρι της χάσης. Το δεξί του χέρι σηκώθηκε με τη γροθιά σφιγμένη, τα χείλη του μουρμούρισαν κάποια λόγια απειλητικά. Έπειτα έψαξε νευρικά τις τσέπες του, βρήκε ένα κομμάτι στρατσόχαρτο, που είχε γράψει κάτι, το γύρισε από την άλλη μεριά, την καθαρή, και στο λιγοστό φως του λαδοφάναρου χάραξε με το μολύβι του: “Ιούνιος 1821. Καταστροφή”. Και παρακάτω με μεγάλα μακρουλά γράμματα που μαρτυρούσαν αποφασιστικότητα και οργή: “Εκδίκηση”.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Κατηγορίες
Κατηγορίες