Το βιβλίο τούτο δεν γράφτηκε για να διαφημίσει ή να κακολογήσει με κλειστά μάτια τη Μακρόνησο. Όσοι αφηγούνται περιστατικά και γεγονότα εδώ μέσα, δεν είναι ούτε δεύτερα, ούτε τρίτα πρόσωπα. Όλοι ζήσαν εκεί. Γευτήκανε, γνωρίζουνε, θυμούνται.
Το βιβλίο τούτο δεν έρχεται να καταδικάσει εκ των προτέρων μια μερίδα και να βγάλει ασπροπρόσωπη μια άλλη.
Δεν ξεκίνησε με πρόθεση να στιγματίσει βασανιστές και να ηρωοποιήσει θύματα.
Στους ήρωες και στους βασανιστές είναι οι πράξεις που μιλάνε.
Από την ίδρυση των αναμορφωτηρίων έχουνε περάσει δέκα οχτώ χρόνια. Είναι αρκετά για να μπορούμε να σηκώσουμε σήμερα, απαλλαγμένοι από κάθε ψυχικό βρασμό και σκοπιμότητα, έστω και πάνω από τα ερείπια, το πέπλο που σκεπάζει τη Μακρόνησο.
Να κοιτάξουμε και τα δυο της πρόσωπα. Μα πιο πολύ το άγνωστο. Εκείνο το πρόσωπο που το γνωρίσανε και το θυμούνται ακόμα μόνο εκείνοι που το ζήσανε.
Ναι. Υπάρχει και το δεύτερο πρόσωπο. Το πραγματικό. Σ’ αυτό βρίσκεται αποκρυσταλλωμένη η ιδέα που γέννησε, ανάθρεψε και γκρέμισε τη Μακρόνησο. Το πρόσωπο που τόσο πολύ έγινε αντικείμενο σκληρών δημοσίων συζητήσεων. Που συγκλόνισε τον έξω κόσμο και σχολιάστηκε πολύ. Το πρόσωπο που αμφισβητήθηκε. Που σκόπιμα “ερμηνεύτηκε” ή παρερμηνεύτηκε. Που μερικοί το κρύψανε. Και άλλοι το δικαιολογήσανε. Το πρόσωπο, που ορισμένοι δεν καταδέχτηκαν ή φοβήθηκαν να πάνε να το ιδούνε. Ενώ άλλοι τρέξανε να το καταδικάσουν επίσημα ή ανεπίσημα όταν είχε πεθάνει πια.
Αν το “πείραμα” των αναμορφωτηρίων κείτεται σήμερα σε άμορφα ερείπια πάνω στα γυμνά βράχια της Μακρονήσου, το πτώμα του δεν έπαψε να μυρίζει. Και πρέπει κάποτε να θαφτεί.
Καλή ή άσχημη, αυτή είναι η απλή, η γυμνή αλήθεια. Και δε λέγεται για να βρίσει ή να ταπεινώσει εκείνους που για λογαριασμό τους υπήρξε και παραμένει πικρή και δυσάρεστη.
Η αλήθεια, όσο και να την καταπνίγουμε, δεν μπορεί να κρυφτεί για πάντα.
Το βιβλίο τούτο είναι ένα ημερολόγιο. Είναι μια συλλογή με βιώματα. Με ζωντανά περιστατικά, που συνθέτουν μια τραγωδία, και που δε γίνεται να μείνει στην αφάνεια. Έχει μια θέση στην εθνική μας ιστορία. Κανένας δεν μπορεί να την αρνηθεί.
Ο συγγραφέας δεν παρακινήθηκε από τη φιλοδοξία να προσθέσει, σώνει και καλά, μια σελίδα στην Ιστορία του Έθνους.
Τρία χρόνια στη Μακρόνησο, πόνεσε κι έκλαψε μαζί με τις δεκάδες χιλιάδες τους φαντάρους, τους αξιωματικούς, τους εξόριστους και τους φυλακισμένους που πέρασαν από τα αναμορφωτήρια.
Έζησε, είδε από κοντά, άκουσε, σημείωσε.
Κι όταν η περιπέτεια κάποτε σταμάτησε, ξαναδούλεψε όσα στοιχεία υπομονετικά και με λαχτάρα συγκέντρωσε εκείνη την εποχή.
Ξέθαψε και ξανακοίταξε τα γραφτά του, όσα σημειώματα είχανε σωθεί. Έτρεξε σε κάθε πηγή που θα μπορούσε να φορτίσει ακόμα πιο πολύ το απέραντο τούτο θέμα, συγκέντρωσε νέο, άγνωστο ή ξεχασμένο υλικό.
Συζήτησε πάλι και πάλι, άκουσε, ρώτησε, συμβουλεύτηκε.
Ύστερα από πολλά χρόνια δύσκολη και κουραστική δουλειά γεννήθηκε τούτο το βιβλίο. Ένα βιβλίο που το γράψανε όλοι εκείνοι. Οι σκοτωμένοι και οι ζωντανοί της Μακρονήσου.
Νίκος Μάργαρης

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Κατηγορίες
Κατηγορίες