Κυριακή, 19

Γαλήνη σαν της Kυριακής που λείπουνε όλοι
σ’ ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.

Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Bοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.

Έλα τώρα χέρι μου δεξί
Ολοένα τ’ άλογα μασούν
Κει κατά τα μεσάνυχτα
“Άρτίνη”… “Κλεώπα”
Κάπου κλαίνε και θολώνει
Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια
Λοξά, επιμήκη μάτια
Κει που ανέβαινα το στενό
Ξάφνου, με το που άνοιξα
Το τέλος του Αλέξανδρου
Βρήκα μια μικρή εκκλησία
Από μακριά την είδα
Ποιος είναι πού βροντάει
Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση
Μάνα που ‘σαι να με δεις
Θα ‘ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια
Ολοένα σφύριζε ό αέρας
Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν
Περασμένα μεσάνυχτα
Βγήκα για νέες πληγές
Σταματημένος όλη νύχτα
Μνήμη του Μεμά
Προχωρώ μέσ’ από πέτρινα κεριά
Άνοιγε τον αέρα του κήπου
Ανεβαίνω το μαλακό χώμα της
Σ’ όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει
Ακόμη βρέχει
Βάρος της τρυφεράδας τ’ ουρανού
Κάθομαι ώρες και κοιτάζω
Γαλήνη σαν της Κυριακής
Φτάνοντας το βαπόρι μεγάλωσε
Άσπρα σπασμένα τ’ ουρανού
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν
Μέρα τρεμάμενη όμορφη
Σωστός θεός. Όμως κι αυτός
Σα να μονολογώ, σωπαίνω
Αντίς για Όνειρο
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας
Καθαρή διάφανη μέρα
Ασμάτιον
Είναι κάτι νύχτες
Η Πρωτομαγιά
Πέφτοντας ή ζωή μου
Κάποια καταπακτή θ’ άνοιξε
Δύο πόντους πάνω από το έδαφος
Απαλοί κόκκινοι λόφοι
Από το πολύ να μη σκέπτομαι τίποτε
Όλα χάνονται

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Κατηγορίες
Κατηγορίες