Ο Ορέστης ήταν το απαγορευμένο, το αλλιώτικο, που ποτέ δεν είχα τολμήσει να ζήσω, κι όρμησε ίδια καταιγίδα να σαρώσει το κορμί μου και τα τελευταία ίχνη της αντίστασής του. Η σάρκα μου ρίγησε στ΄ανυπόμονα δάκτυλά του, που τρέχανε αδέξια στην απειρία τους, ν’ αγγίξουν, να γνωρίσουν, να νιώσουν τα μαγνητικά κύματα που θα κομμάτιαζαν γλυκά γλυκά τον πόθο του. Ένα πόθος πρωτόγονος που ξεχείλιζε απ’ όλους τους πόρους του κορμιού του. Ξεχυνόταν ίδια πηχτή λάβα, με πυρπολούσε και με μετεώριζε σε ιλιγγιώδη ύψη. Και σαν η κατάκτηση έγινε ολοκληρωτική και στην κορύφωσή της καταλάγιασε το πάθος, στάθηκε λίγο σαν χαμένος, με κοίταξε βαθιά στα μάτια κι ύστερα άνοιξε την πόρτα και έφυγε δίχως να πει λέξη. Δεν καταλάβαινα. Χάθηκα στην ανυπαρξία της σιωπής, με τις σειρήνες των αισθήσεων σε ερωτική υπερδιέγερση, να ουρλιάζουν με μύρια στόματα και να ζητούν επιτακτικά το αντίδοτο της στέρησης τόσων στεγνών χρόνων.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

ISBN

ΣΕΛΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Κατηγορίες
Κατηγορίες